σταχύων

σταχύων
στάχυς
ear of corn
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • αμαλλείον — ἀμαλλεῖον, το (AM) [ἄμαλλα] σχοινί ή ταινία, με τα οποία δένουν δεμάτια σταχυών (χερόβολα) …   Dictionary of Greek

  • κόλουσις — κόλουσις, ἡ (Α) [κολούω] βράχυνση, αποκοπή, κολόβωση (α. «ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κόλουσις», Αριστοτ. β. «ἡ κόλουσις κωλύσασα τὴν εἰς τὸν ὄγκον βλάστην», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] …   Dictionary of Greek

  • ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… …   Dictionary of Greek

  • συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστική μηχανή — Γεωργικό μηχάνημα, το οποίο διαχωρίζει τους κόκκους των δημητριακών από το περίβλημά τους και τους απαλλάσσει από το άχυρο και τις άλλες ξένες ύλες. Ανάλογα με τις εργασίες που εκτελούν, οι α.μ. διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πλήρεις. Η απλή …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”